διακίνησις

διακίνησις
(-εως) η уст. сотрясение (тж. мед. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διακίνησις" в других словарях:

  • διακίνησιν — διακίνησις slight movement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακίνηση — η (Α διακίνησις) νεοελλ. 1. παραλαβή, μεταφορά και διανομή εμπορευμάτων, επιβατών κ.λπ. 2. το τελευταίο στάδιο τής πρόφασης, τής πρώτης φάσης τής μειωτικής διαίρεσης τού κυττάρου αρχ. 1. περίπατος αναψυχής 2. εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • διακινήσεων — διακινήσεω̆ν , διακίνησις slight movement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»